- ἁρμονικῆς
- ἁρμονικόςskilled in musicfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἁρμονικῆς — Ἁρμονικός skilled in music fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Nicomachus — For other people named Nicomachus, see Nicomachus (disambiguation). Nicomachus (Greek: Νικόμαχος; c. 60 – c. 120) was an important mathematician in the ancient world and is best known for his works Introduction to Arithmetic (Arithmetike… … Wikipedia
Никомах Геразенский — (из города Геразы) греческий математик и философ неопифагорейской школы. Жил около 100 г. после Р. Х. Как автор сочинения Είσαγωγή άριμητική ( Введение в арифметику ), Н. пользовался чрезвычайно широкой известностью. Его сочинение было переведено … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Никомах — Геразенский (из г. Геразы) греческий математик и философ неопифагорейской школы. Жил около 100 г. после Р. Хр. Как автор сочинения Είσαγωγή άριμητική ( Введение в арифметику ), Н. пользовался чрезвычайно широкой известностью. Его сочинение было… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Nikomăchos — Nikomăchos, 1) Sohn des Machaon; er erbte von dem König Diokles von Pherä, seinem mütterlichen Großvater, nach dessen Tode mit seinem Bruder Gorgasos das Reich Pherä; da sie in der Heilkunst geschickt waren, wurde ihnen nach ihrem Tode Tempel u.… … Pierer's Universal-Lexikon
NICOMACHUS — I. NICOMACHUS Archon Athenis, Olymp. 109. ann. 4. II. NICOMACHUS Navarchus Lacedaemoniorum, a Timotheo ad Leucadem victus, Polyaen. l. 3. c. 10 Ibidem tamen, commate 12. vocatur Nicolochus. III. NICOMACHUS exoletus, Dymni insidias in caput… … Hofmann J. Lexicon universale
αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… … Dictionary of Greek
αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… … Dictionary of Greek
διαφωνία — Διχογνωμία, διάσταση γνωμών· παραφωνία ή κακοφωνία. (Μουσ.) Διάταξη δύο ή περισσότερων φθόγγων που ηχούν είτε ταυτόχρονα (συγχορδία) είτε ο ένας μετά τον άλλον (μελωδία) και από άποψη παραδοσιακής αρμονίας, δημιουργούν αίσθημα δυσαρμονίας. Οι… … Dictionary of Greek